- κατανικώ
- (AM κατανικῶ, -άω)νικώ κατά κράτος, κατατροπώνω («ὅταν οἵ γ'ἀγαθοὶ πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται», Σοφ.)νεοελλ.ξεπερνώ κάτι με προσπάθεια («κατανίκησε το πάθος του για το ποτό»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανικώ — κατανικώ, κατανίκησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: κατανικώ : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατανικώ — και κατανικάω κατανίκησα, κατανικήθηκα, κατανικημένος, νικώ κάποιον ολοκληρωτικά, κατατροπώνω: Οι Έλληνες κατανίκησαν τους Τούρκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατροπώνω — (AM κατατροπῶ, όω) νικώ κάποιον και τόν τρέπω σε φυγή, κατανικώ, νικώ κατά κράτος μσν. μέσ. κατατροποῡμαι, όομαι κατανικώ, κυριεύω («κατετροπώσατο πόλεις ὁμοῡ καὶ χώρας», Διγεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατατροπώ < κατ(α) * + τροπῶ… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
ακατανίκητος — η, ο (Μ ἀκατανίκητος, ον) [κατανικῶ] ακαταμάχητος, αήττητος … Dictionary of Greek
αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι … Dictionary of Greek
δαμάζω — (AM δαμάζω) 1. κατανικώ, καταβάλλω 2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύω μσν. νεοελλ. 1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω 2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχω νεοελλ. 1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τόν αναγκάζω να περιορίσει κακές… … Dictionary of Greek
εκπολεμώ — (I) ἐκπολεμῶ ( έω) (Α) 1. εμπλέκω ή παροτρύνω σε πόλεμο 2. πολεμώ με όλες μου τις δυνάμεις 3. έρχομαι σε πόλεμο 4. παθ. καταπολεμούμαι. (II) ἐκπολεμῶ ( όω) (Α) 1. παρασύρω κάποιον σε πόλεμο 2. γίνομαι εχθρός κάποιου 3. προκαλώ δυσμένεια κάποιου… … Dictionary of Greek
εκπονώ — ( έω) (AM ἐκπονῶ) δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ. γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, στολίζω 2. διανύω απόσταση ή διάστημα 3. καλλιεργώ 4. εκπαιδεύω, ανατρέφω 5.… … Dictionary of Greek
καθιπποκρατώ — καθιπποκρατῶ, έω (Α) κατανικώ, καταβάλλω με το ιππικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱππο κρατῶ (< ἵππος + κρατῶ < κρατής < κράτος)] … Dictionary of Greek